Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άκαρπος η άκαρπη το άκαρπο
      γενική του άκαρπου της άκαρπης του άκαρπου
    αιτιατική τον άκαρπο την άκαρπη το άκαρπο
     κλητική άκαρπε άκαρπη άκαρπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άκαρποι οι άκαρπες τα άκαρπα
      γενική των άκαρπων των άκαρπων των άκαρπων
    αιτιατική τους άκαρπους τις άκαρπες τα άκαρπα
     κλητική άκαρποι άκαρπες άκαρπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άκαρπος < αρχαία ελληνική ἄκαρπος

  Επίθετο επεξεργασία

άκαρπος

  1. που δεν κάνει καρπούς
    • έχουμε μια μηλιά στην αυλή αλλά είναι άκαρπη
  2. (μεταφορικά) για πράξη ή ενέργεια: που δεν φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα
    • οι διαπραγματεύσεις απέβησαν άκαρπες
    • οι προσπάθειές τους παρέμειναν άκαρπες

  Μεταφράσεις επεξεργασία