ατελέσφορος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ατελέσφορος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀτελεσφόρος[1] < ἀ- + τελεσφόρος < τέλος + -φορος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.teˈle.sfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τε‐λέ‐σφο‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίαατελέσφορος, -η, -ο
- χωρίς αποτέλεσμα, που δεν έχει πετύχει το σκοπό του
- ※ Το πρόβλημα είναι ότι η αξιωματική αντιπολίτευση προσέρχεται σε αυτές τις δύσκολες συζητήσεις χωρίς σαφές πρόγραμμα, δίνοντας την εντύπωση ότι θα το διαμορφώσει με βάση τις αντιδράσεις, ακολουθώντας δηλαδή μια ατελέσφορη διαπραγματευτική τακτική με τον πρόσθετο κίνδυνο να χάσει στην πορεία και αυτούς που θέλει να εκπροσωπεί (* εφημερίδα Αυγή)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις τέλος και φέρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ατελέσφορος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ατελέσφορος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας