αποτελεσματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποτελεσματικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποτελεσματικός (παραγωγικός), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική efficace. Συγχρονικά αναλύεται σε (αποτέλεσμα), αποτελεσματ- + -ικός
- για τη σημασία στη γραμματική < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική résultatif [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.te.le.zma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐τε‐λε‐σμα‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίααποτελεσματικός, -ή, -ό, συγκριτικός : αποτελεσματικότερος, υπερθετικός : αποτελεσματικότατος
- που έχει την ικανότητα να πετυχαίνει τα αναμενόμενα αποτελέσματα
- ⮡ αποτελεσματικός άνθρωπος, αποτελεσματική διαχείριση
- ≈ συνώνυμα: τελεσφόρος, καρποφόρος
- ≠ αντώνυμα: αναποτελεσματικός, άκαρπος
- (γραμματική, για προτάσεις που εισάγονται με συμπαρασματικούς συνδέσμους) που δηλώνει αποτέλεσμα: συνώνυμο του συμπερασματικός
- ⮡ αποτελεσματικές προτάσεις
Συγγενικά
επεξεργασία- αναποτελεσματικός
- αποτελεσματικά (επίρρρημα)
- αποτελεσματικότητα
→ δείτε και τη λέξη αποτέλεσμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποτελεσματικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αποτελεσματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- αποτελεσματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αποτελεσματικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αποτελεσματικός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας