effective
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | effective |
συγκριτικός | more effective |
υπερθετικός | most effective |
Επίθετο
επεξεργασίαeffective (en)
- αποδοτικός, αποτελεσματικός, που παράγει το επιθυμητό αποτέλεσμα ή το αποτέλεσμα που προορίζεται
- ↪ The treatment is effective.
- Η θεραπεία είναι αποδοτική.
- ↪ effective measures - αποτελεσματικά μετρά
- ↪ The treatment is effective.
- που τίθεται σε ισχύ