αποδοτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποδοτικός < (ελληνιστική κοινή) ἀποδοτικός < αρχαία ελληνική ἀποδίδωμι < ἀπό + δίδωμι (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική rentable)
Επίθετο
επεξεργασίααποδοτικός, -ή, -ό
- που αποδίδει
- που δουλεύει αποτελεσματικά, παραγωγικά
- που αποφέρει κέρδος
Συνώνυμα
επεξεργασία- αποδοτικά
- αποδοτικότητα
- → δείτε τις λέξεις αποδίδω και δίνω