παραθετικά
θετικός profitable
συγκριτικός more profitable
υπερθετικός most profitable

  Επίθετο

επεξεργασία

profitable (en)

  1. κερδοφόρος, επικερδής, αποφέρω, που βγάζει ή είναι πιθανό να βγάλει χρήματα
    ⮡  The business went from problematic to profitable.
    Η επιχείρηση από προβληματική έγινε κερδοφόρα.
    ⮡  Farming isn’t profitable anymore.
    Η γεωργία δεν αποφέρει πια.
     συνώνυμα:  gainful και lucrative
  2. ωφέλιμος



      ενικός         πληθυντικός  
profitable profitables

  Επίθετο

επεξεργασία

profitable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη profit