profitable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | profitable |
συγκριτικός | more profitable |
υπερθετικός | most profitable |
Επίθετο
επεξεργασίαprofitable (en)
- κερδοφόρος, επικερδής, αποφέρω, που βγάζει ή είναι πιθανό να βγάλει χρήματα
- ωφέλιμος
Πηγές
επεξεργασία- profitable - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 115-116. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποφέρω
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
profitable | profitables |
Επίθετο
επεξεργασίαprofitable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη profit