gainful
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | gainful |
συγκριτικός | more gainful |
υπερθετικός | most gainful |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασία- επικερδής, χρησιμοποιείται για να περιγράψει χρήσιμη εργασία για την οποία πληρώνομαι
- ⮡ gainful employment - επικερδής απασχόληση
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη profitable