Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικερδής η επικερδής το επικερδές
      γενική του επικερδούς* της επικερδούς του επικερδούς
    αιτιατική τον επικερδή την επικερδή το επικερδές
     κλητική επικερδή(ς) επικερδής επικερδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικερδείς οι επικερδείς τα επικερδή
      γενική των επικερδών των επικερδών των επικερδών
    αιτιατική τους επικερδείς τις επικερδείς τα επικερδή
     κλητική επικερδείς επικερδείς επικερδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επικερδής < αρχαία ελληνική ἐπικερδής < ἐπί + κέρδος

  Επίθετο επεξεργασία

επικερδής -ής -ές

  Μεταφράσεις επεξεργασία