κερδοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κερδοφόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κερδοφόρος < αρχαία ελληνική κέρδ(ος) + -ο- + -φόρος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ceɾ.ðoˈfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κερ‐δο‐φό‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίακερδοφόρος, -α / -ος, -ο
- που φέρνει κέρδος, επικερδής, προσοδοφόρος
- ⮡ κερδοφόρα επιχείρηση
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις κέρδος και φέρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κερδοφόρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίακερδοφόρος < αρχαία ελληνική κέρδ(ος) + -ο- + -φόρος (< φέρω)
Επίθετο
επεξεργασίακερδοφόρος, -ος, -ον
Πηγές
επεξεργασία- κερδοφόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.