Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προσοδοφόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προσοδοφόρ
ος
η
προσοδοφόρ
α
το
προσοδοφόρ
ο
γενική
του
προσοδοφόρ
ου
της
προσοδοφόρ
ας
του
προσοδοφόρ
ου
αιτιατική
τον
προσοδοφόρ
ο
την
προσοδοφόρ
α
το
προσοδοφόρ
ο
κλητική
προσοδοφόρ
ε
προσοδοφόρ
α
προσοδοφόρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προσοδοφόρ
οι
οι
προσοδοφόρ
ες
τα
προσοδοφόρ
α
γενική
των
προσοδοφόρ
ων
των
προσοδοφόρ
ων
των
προσοδοφόρ
ων
αιτιατική
τους
προσοδοφόρ
ους
τις
προσοδοφόρ
ες
τα
προσοδοφόρ
α
κλητική
προσοδοφόρ
οι
προσοδοφόρ
ες
προσοδοφόρ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
προσοδοφόρος
<
πρόσοδ(ος)
+
-ο-
+
-φόρος
Επίθετο
επεξεργασία
προσοδοφόρος, -α, -ο
ο
επικερδής
, αυτός που φέρνει
προσόδους
,
κέρδος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
πρόσοδος
και
φέρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προσοδοφόρος
γαλλικά
:
lucratif
(fr)