Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αξύπνητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Αντώνυμα
1.2.4
Συγγενικά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αξύπνητ
ος
η
αξύπνητ
η
το
αξύπνητ
ο
γενική
του
αξύπνητ
ου
της
αξύπνητ
ης
του
αξύπνητ
ου
αιτιατική
τον
αξύπνητ
ο
την
αξύπνητ
η
το
αξύπνητ
ο
κλητική
αξύπνητ
ε
αξύπνητ
η
αξύπνητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αξύπνητ
οι
οι
αξύπνητ
ες
τα
αξύπνητ
α
γενική
των
αξύπνητ
ων
των
αξύπνητ
ων
των
αξύπνητ
ων
αιτιατική
τους
αξύπνητ
ους
τις
αξύπνητ
ες
τα
αξύπνητ
α
κλητική
αξύπνητ
οι
αξύπνητ
ες
αξύπνητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αξύπνητος
<
α-
+
ξυπνώ
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αξύπνητος
, -η, -ο
(
κυριολεκτικά
)
(
μεταφορικά
)
που δεν έχει
ξυπνήσει
ή δεν μπορεί να
ξυπνήσει
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ανεξύπνητος
Συνώνυμα
επεξεργασία
κοιμισμένος
Αντώνυμα
επεξεργασία
ξυπνημένος
ξυπνητός
ξύπνιος
Συγγενικά
επεξεργασία
αξύπνητα
→
δείτε
τις
λέξεις
ξυπνώ
και
ύπνος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αξύπνητος
αρσενικό
(
μεταφορικά
)
ο
θάνατος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αξύπνητος
αγγλικά
:
unawakened
(en)
γαλλικά
:
non
réveillé
(fr)