ξυπνητός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξυπνητός | η | ξυπνητή | το | ξυπνητό |
γενική | του | ξυπνητού | της | ξυπνητής | του | ξυπνητού |
αιτιατική | τον | ξυπνητό | την | ξυπνητή | το | ξυπνητό |
κλητική | ξυπνητέ | ξυπνητή | ξυπνητό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξυπνητοί | οι | ξυπνητές | τα | ξυπνητά |
γενική | των | ξυπνητών | των | ξυπνητών | των | ξυπνητών |
αιτιατική | τους | ξυπνητούς | τις | ξυπνητές | τα | ξυπνητά |
κλητική | ξυπνητοί | ξυπνητές | ξυπνητά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαξυπνητός, -ή, -ό
- που έχει ξυπνήσει
- ※ Η γριά δεν ήξερες πότε κοιμάται και πότε είναι ξυπνητή. (Γιώργος Ιωάννου, Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας)
- που δεν έχει κοιμηθεί
- (παρωχημένο) έξυπνος
- Τὰ παιδία τὸν ἐκοίταζαν μὲ ἀπλανῆ ὄμματα, ἀπολιθωμένα ἀπὸ τὸν φόβον. Ἀλλ’ ὁ Στάμος, ὅστις ἦτο δωδεκαετὴς καὶ ξυπνητός, ἐνόησεν ἐν τῷ μεταξὺ ὅτι δὲν ἦτο φάντασμα. Ὁ φόβος του ἐμετριάσθη, καὶ μετέδωκε θάρρος καὶ εἰς τὸν Ἀργύρην. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Της κοκόνας το σπίτι)