Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανεξύπνητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανεξύπνητ
ος
η
ανεξύπνητ
η
το
ανεξύπνητ
ο
γενική
του
ανεξύπνητ
ου
της
ανεξύπνητ
ης
του
ανεξύπνητ
ου
αιτιατική
τον
ανεξύπνητ
ο
την
ανεξύπνητ
η
το
ανεξύπνητ
ο
κλητική
ανεξύπνητ
ε
ανεξύπνητ
η
ανεξύπνητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανεξύπνητ
οι
οι
ανεξύπνητ
ες
τα
ανεξύπνητ
α
γενική
των
ανεξύπνητ
ων
των
ανεξύπνητ
ων
των
ανεξύπνητ
ων
αιτιατική
τους
ανεξύπνητ
ους
τις
ανεξύπνητ
ες
τα
ανεξύπνητ
α
κλητική
ανεξύπνητ
οι
ανεξύπνητ
ες
ανεξύπνητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανεξύπνητος
<
αν-
+
ξυπνητός
Επίθετο
επεξεργασία
ανεξύπνητος, -η, -ο
(
σπάνιο
)
άλλη μορφή
του
αξύπνητος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ξυπνώ
και
ύπνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανεξύπνητος
→
δείτε
τη λέξη
αξύπνητος