κοιμισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίακοιμισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του κοιμισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του κοιμισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κοιμισμένος
κοιμισμένων