↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακράτεια οι ακράτειες
      γενική της ακράτειας των ακρατειών
    αιτιατική την ακράτεια τις ακράτειες
     κλητική ακράτεια ακράτειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακράτεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκράτεια

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈkɾa.ti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρά‐τει‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ακράτεια θηλυκό

  1. (λόγιο) η ιδιότητα αυτού που δεν μπορεί να ελέγξει τα πάθη του
     αντώνυμα: εγκράτεια
  2. (ιατρική) η πάθηση ασθενούς ο οποίος δεν μπορεί να συγκρατήσει τις απεκκρίσεις
  3. (ειδικότερα) η ακράτεια ούρων

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία