παπάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παπάρα | οι | παπάρες |
γενική | της | παπάρας | των | (παπαρών) |
αιτιατική | την | παπάρα | τις | παπάρες |
κλητική | παπάρα | παπάρες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παπάρα < (άμεσο δάνειο) τουρκική papara < σλαβικής προέλευσης popara < popariam
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαπάρα θηλυκό
- το ψωμί που βουτάμε σε υγρό ώστε να απορροφηθεί μια ποσότητα και κατόπιν να φαγωθεί π.χ. η παπάρα στο λάδι που μένει στη σαλάτα (π.χ. στη χωριάτικη) ή στο γάλα.
- η βλακεία, βλακώδης λόγος ή ενέργεια, ≈ συνώνυμα: παπαριά
- Τι παπάρες λες...