σαλάτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαλάτα | οι | σαλάτες |
γενική | της | σαλάτας | των | σαλατών |
αιτιατική | τη | σαλάτα | τις | σαλάτες |
κλητική | σαλάτα | σαλάτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σαλάτα < (άμεσο δάνειο) βενετική salata < salar < υστερολατινική salare < λατινική salire < sal (αλάτι) [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *séh₂l- / *séh₂ls (αλάτι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /saˈla.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐λά‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασαλάτα θηλυκό
- (γαστρονομία) συνοδευτικό πιάτο από ανακατεμένα λαχανικά μαζί με λάδι και πιθανόν ξίδι, λεμόνι, μαγιονέζα κλπ
- ⮡ Ποιος θα κόψει τη σαλάτα;
- πολτώδες ορεκτικό όπως η μελιτζανοσαλάτα, η ρώσικη
- (μεταφορικά) κατάσταση πολύ μπερδεμένη
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- -σαλάτα ως δεύτερο συνθετικό Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -σαλάτα στο Βικιλεξικό
- Σαλάτα (γυναικείο επώνυμο)
- σαλατιέρα
- σαλατικό
- σαλατίτσα
- σαλατούλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία σαλάτα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.