σαλάτα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαλάτα | οι | σαλάτες |
γενική | της | σαλάτας | των | σαλατών |
αιτιατική | τη | σαλάτα | τις | σαλάτες |
κλητική | σαλάτα | σαλάτες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σαλάτα θηλυκό
- συνοδευτικό πιάτο από ανακατεμένα λαχανικά μαζί με λάδι και πιθανόν ξίδι, λεμόνι, μαγιονέζα κλπ
- ποιος θα κόψει τη σαλάτα;
- πολτώδες ορεκτικό όπως η μελιτζανοσαλάτα, η ρώσικη κλπ
- (μεταφορικά) κατάσταση πολύ μπερδεμένη
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- τα έκανα σαλάτα: αντί να διορθώσω μια κατάσταση την έκανα χειρότερη, πιο μπερδεμένη
Επεξεργασία
- σαλατούλα
Επεξεργασία
- σαλατάρα
Επεξεργασία
ΥπώνυμαΕπεξεργασία
- κλπ