παπαριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παπαριά | οι | παπαριές |
γενική | της | παπαριάς | των | παπαριών |
αιτιατική | την | παπαριά | τις | παπαριές |
κλητική | παπαριά | παπαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαπαριά θηλυκό
- (χυδαίο) χαζά λόγια, κουτές ιδέες
- (χυδαίο) κουταμάρα, βλακεία, μέγα σφάλμα, ανουσιότητα, μαλακία, χαζομάρα
- (χυδαίο) άτσαλη ενέργεια, σφάλμα, αγαρμποσύνη
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παπαριά
|