Δείτε επίσης: μαλακιά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαλακία οι μαλακίες
      γενική της μαλακίας των μαλακιών
    αιτιατική τη μαλακία τις μαλακίες
     κλητική μαλακία μαλακίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαλακία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαλακία (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική μαλακία

Προφορά

Ουσιαστικό

μαλακία θηλυκό

  1. ο αυνανισμός
  2. η αποχαύνωση από αυνανισμό
  3. η ηλίθια ή ανούσια πράξη
  4. (συνήθως στον πληθυντικό) ο ανούσιος, βλακώδης λόγος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Ετυμολογία

Ουσιαστικό

μαλακία θηλυκό

  1. αδυναμία, αρρώστια, εξασθένιση
  2. αυνανισμός

Συγγενικά

Πηγές



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαλακί αἱ μαλακίαι
      γενική τῆς μαλακίᾱς τῶν μαλακιῶν
      δοτική τῇ μαλακί ταῖς μαλακίαις
    αιτιατική τὴν μαλακίᾱν τὰς μαλακίᾱς
     κλητική ! μαλακί μαλακίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαλακί
γεν-δοτ τοῖν  μαλακίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαλακία < μαλακ(ός) + -ία

Ουσιαστικό

Πηγές