Ετυμολογία

επεξεργασία
μαλακίζομαι < αρχαία ελληνική μαλακίζομαι < μαλακία

μαλακίζομαι, πρτ.: μαλακιζόμουν, στ.μέλλ.: θα μαλακιστώ, αόρ.: μαλακίστηκα, μτχ.π.π.: μαλακισμένος

  1. (οικείο) αυνανίζομαι, αυτοϊκανοποιούμαι
  2. (οικείο) περνώ άσκοπα τον καιρό μου χωρίς να κάνω τίποτα παραγωγικό ή χρήσιμο
  3. (οικείο) κάνω μαλακίες, χοντρά λάθη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία