muck about
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | muck about |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mucks about |
αόριστος | mucked about |
παθητική μετοχή | mucked about |
ενεργητική μετοχή | mucking about |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαmuck about (en)
ενεστώτας | muck about |
γ΄ ενικό ενεστώτα | mucks about |
αόριστος | mucked about |
παθητική μετοχή | mucked about |
ενεργητική μετοχή | mucking about |
muck about (en)