muck
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
muck | mucks |
muck (en)
- η κοπριά
- (ανεπίσημο, ειδικά βρετανικά αγγλικά) η βρωμιά
- ⮡ I am cleaning the muck out of the yard.
- Καθαρίζω τη βρωμιά από μια αυλή.
- ⮡ I am cleaning the muck out of the yard.
Ρήμα
επεξεργασίαmuck (en)