ενεστώτας mess around
γ΄ ενικό ενεστώτα messes around
αόριστος messed around
παθητική μετοχή messed around
ενεργητική μετοχή messing around

  Ετυμολογία

επεξεργασία
mess around < → δείτε τις λέξεις mess και around

mess around (en)

  • χαζεύω, τεμπελιάζω, πασπατεύω κάτι, συμπεριφέρομαι με ανόητο και ενοχλητικό τρόπο, ειδικά αντί να κάνω κάτι χρήσιμο
    Why don’t you do something instead of messing around?
    Γιατί δεν κάνεις κάτι αντί να χαζεύεις;
    Don’t mess around at work!
    Μην τεμπελιάζεις στη δουλειά σου!
    Stop messing around with the video.
    Μην πασπατεύεις το βίντεο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη loiter

Άλλες μορφές

επεξεργασία