αυτοϊκανοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοϊκανοποιούμαι < αυτο- + ικανοποιούμαι
Ρήμα
επεξεργασίααυτοϊκανοποιούμαι
- ικανοποιώ τον εαυτό μου
- αυνανίζομαι
Συγγενικά
επεξεργασία- αυτοϊκανοποιημένος
- αυτοϊκανοποίηση
- → δείτε τις λέξεις αυτός, ικανοποιώ, ικανός και ποιώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυτοϊκανοποιούμαι | αυτοϊκανοποιούμουν | θα αυτοϊκανοποιούμαι | να αυτοϊκανοποιούμαι | ||
β' ενικ. | αυτοϊκανοποιείσαι | αυτοϊκανοποιούσουν | θα αυτοϊκανοποιείσαι | να αυτοϊκανοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | αυτοϊκανοποιείται | αυτοϊκανοποιούνταν | θα αυτοϊκανοποιείται | να αυτοϊκανοποιείται | ||
α' πληθ. | αυτοϊκανοποιούμαστε | αυτοϊκανοποιούμασταν αυτοϊκανοποιούμαστε |
θα αυτοϊκανοποιούμαστε | να αυτοϊκανοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | αυτοϊκανοποιείστε | αυτοϊκανοποιούσασταν αυτοϊκανοποιούσαστε |
θα αυτοϊκανοποιείστε | να αυτοϊκανοποιείστε | αυτοϊκανοποιείστε | |
γ' πληθ. | αυτοϊκανοποιούνται | αυτοϊκανοποιούνταν | θα αυτοϊκανοποιούνται | να αυτοϊκανοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυτοϊκανοποιήθηκα | θα αυτοϊκανοποιηθώ | να αυτοϊκανοποιηθώ | αυτοϊκανοποιηθεί | ||
β' ενικ. | αυτοϊκανοποιήθηκες | θα αυτοϊκανοποιηθείς | να αυτοϊκανοποιηθείς | αυτοϊκανοποιήσου | ||
γ' ενικ. | αυτοϊκανοποιήθηκε | θα αυτοϊκανοποιηθεί | να αυτοϊκανοποιηθεί | |||
α' πληθ. | αυτοϊκανοποιηθήκαμε | θα αυτοϊκανοποιηθούμε | να αυτοϊκανοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | αυτοϊκανοποιηθήκατε | θα αυτοϊκανοποιηθείτε | να αυτοϊκανοποιηθείτε | αυτοϊκανοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | αυτοϊκανοποιήθηκαν αυτοϊκανοποιηθήκαν(ε) |
θα αυτοϊκανοποιηθούν(ε) | να αυτοϊκανοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυτοϊκανοποιηθεί | είχα αυτοϊκανοποιηθεί | θα έχω αυτοϊκανοποιηθεί | να έχω αυτοϊκανοποιηθεί | αυτοϊκανοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις αυτοϊκανοποιηθεί | είχες αυτοϊκανοποιηθεί | θα έχεις αυτοϊκανοποιηθεί | να έχεις αυτοϊκανοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυτοϊκανοποιηθεί | είχε αυτοϊκανοποιηθεί | θα έχει αυτοϊκανοποιηθεί | να έχει αυτοϊκανοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυτοϊκανοποιηθεί | είχαμε αυτοϊκανοποιηθεί | θα έχουμε αυτοϊκανοποιηθεί | να έχουμε αυτοϊκανοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυτοϊκανοποιηθεί | είχατε αυτοϊκανοποιηθεί | θα έχετε αυτοϊκανοποιηθεί | να έχετε αυτοϊκανοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυτοϊκανοποιηθεί | είχαν αυτοϊκανοποιηθεί | θα έχουν αυτοϊκανοποιηθεί | να έχουν αυτοϊκανοποιηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ικανοποιώ τον εαυτό μου
|
αυνανίζομαι
|