Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοϊκανοποιούμαι < αυτο- + ικανοποιούμαι

  Ρήμα επεξεργασία

αυτοϊκανοποιούμαι

  1. ικανοποιώ τον εαυτό μου
  2. αυνανίζομαι

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία