αυτοϊκανοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοϊκανοποίηση | οι | αυτοϊκανοποιήσεις |
γενική | της | αυτοϊκανοποίησης* | των | αυτοϊκανοποιήσεων |
αιτιατική | την | αυτοϊκανοποίηση | τις | αυτοϊκανοποιήσεις |
κλητική | αυτοϊκανοποίηση | αυτοϊκανοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοϊκανοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αυτοϊκανοποίηση < αυτο- + ικανοποίηση
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααυτοϊκανοποίηση θηλυκό
- το να είναι κανείς ικανοποιημένος από τον εαυτό του, τα επιτεύγματά του ή την κατάστασή του
- το να ικανοποιεί κάποιος σεξουαλικά τον εαυτό του, ο αυνανισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοϊκανοποίηση
|