Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυνανίζομαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αυνανίζομαι
<
αυνανισμός
< από το όνομα του βιβλικού
Αὐνάν
Ρήμα
επεξεργασία
αυνανίζομαι
αυτοϊκανοποιούμαι
σεξουαλικά
Συνώνυμα
επεξεργασία
μαλακίζομαι
αυτοϊκανοποιούμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυνανίζομαι
αγγλικά
:
masturbate
(en)
γαλλικά
:
se masturber
(fr)
γερμανικά
:
masturbieren
(de)
,
onanieren
(de)
τουρκικά
:
mastürbasyon yapmak
(tr)