masturbate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | masturbate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | masturbates |
αόριστος | masturbated |
παθητική μετοχή | masturbated |
ενεργητική μετοχή | masturbating |
Ρήμα
επεξεργασίαmasturbate (en)
ενεστώτας | masturbate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | masturbates |
αόριστος | masturbated |
παθητική μετοχή | masturbated |
ενεργητική μετοχή | masturbating |
masturbate (en)