Δείτε επίσης: jerkoff
ενεστώτας jerk off
γ΄ ενικό ενεστώτα jerks off
αόριστος jerked off
παθητική μετοχή jerked off
ενεργητική μετοχή jerking off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
jerk off < → δείτε τις λέξεις jerk και off

jerk off (en) (ιδιωματισμός)

  1. (μεταβατικό & αμετάβατο, χυδαίο, αργκό) μαλακίζομαι, αυνανίζομαι
    ⮡  Come on, find a chick and stop jerking off.
    Άντε βρες καμιά γκόμενα να σταματήσεις να μαλακίζεσαι.
     συνώνυμα: jack off → και δείτε τη λέξη masturbate
  2. (αμετάβατο, χυδαίο, αργκό) μαλακίζομαι, αδρανώ
    ⮡  They’re jerking off all day instead of working.
    Μαλακίζονται όλη μέρα αντί να δουλεύουν.

Συγγενικά

επεξεργασία