jerk off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | jerk off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jerks off |
αόριστος | jerked off |
παθητική μετοχή | jerked off |
ενεργητική μετοχή | jerking off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαjerk off (en) (ιδιωματισμός)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, χυδαίο, αργκό) μαλακίζομαι, αυνανίζομαι
- ⮡ Come on, find a chick and stop jerking off.
- Άντε βρες καμιά γκόμενα να σταματήσεις να μαλακίζεσαι.
- ≈ συνώνυμα: jack off → και δείτε τη λέξη masturbate
- ⮡ Come on, find a chick and stop jerking off.
- (αμετάβατο, χυδαίο, αργκό) μαλακίζομαι, αδρανώ
- ⮡ They’re jerking off all day instead of working.
- Μαλακίζονται όλη μέρα αντί να δουλεύουν.
- ⮡ They’re jerking off all day instead of working.