jerk
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαjerk (en)
- o κόπανος (για πρόσωπο)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- jerk < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαjerk (fr) αρσενικό
- το τζερκ
jerk (en)
jerk (fr) αρσενικό