jack off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | jack off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | jacks off |
αόριστος | jacked off |
παθητική μετοχή | jacked off |
ενεργητική μετοχή | jacking off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαjack off (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, χυδαίο, αργκό) μαλακίζομαι
- ⮡ Come on, find a chick and stop jacking off.
- Άντε βρες καμιά γκόμενα να σταματήσεις να μαλακίζεσαι.
- ≈ συνώνυμα: jerk off → και δείτε τη λέξη masturbate
- ⮡ Come on, find a chick and stop jacking off.