Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαλακισμένος η μαλακισμένη το μαλακισμένο
      γενική του μαλακισμένου της μαλακισμένης του μαλακισμένου
    αιτιατική τον μαλακισμένο τη μαλακισμένη το μαλακισμένο
     κλητική μαλακισμένε μαλακισμένη μαλακισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαλακισμένοι οι μαλακισμένες τα μαλακισμένα
      γενική των μαλακισμένων των μαλακισμένων των μαλακισμένων
    αιτιατική τους μαλακισμένους τις μαλακισμένες τα μαλακισμένα
     κλητική μαλακισμένοι μαλακισμένες μαλακισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαλακισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μαλακίζομαι

  Μετοχή επεξεργασία

μαλακισμένος -η -ο

  1. (υβριστικό) που μιλά ή ενεργεί ανόητα, που κάνει μαλακίες
  2. (υβριστικό) ο ανόητος, ο ηλίθιος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία