βλακώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βλακώδης | η | βλακώδης | το | βλακώδες |
γενική | του | βλακώδους | της | βλακώδους | του | βλακώδους |
αιτιατική | τον | βλακώδη | τη | βλακώδη | το | βλακώδες |
κλητική | βλακώδη(ς) | βλακώδης | βλακώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βλακώδεις | οι | βλακώδεις | τα | βλακώδη |
γενική | των | βλακωδών | των | βλακωδών | των | βλακωδών |
αιτιατική | τους | βλακώδεις | τις | βλακώδεις | τα | βλακώδη |
κλητική | βλακώδεις | βλακώδεις | βλακώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βλακώδης < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαβλακώδης, -ης, -ες
- (για ενέργεια, σκέψη κλπ) που χαρακτηρίζεται από βλακεία