• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

βλακώδης

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βλακώδης η βλακώδης το βλακώδες
      γενική του βλακώδους της βλακώδους του βλακώδους
    αιτιατική τον βλακώδη τη βλακώδη το βλακώδες
     κλητική βλακώδη(ς) βλακώδης βλακώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βλακώδεις οι βλακώδεις τα βλακώδη
      γενική των βλακωδών των βλακωδών των βλακωδών
    αιτιατική τους βλακώδεις τις βλακώδεις τα βλακώδη
     κλητική βλακώδεις βλακώδεις βλακώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
βλακώδης < → λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

επεξεργασία

βλακώδης, -ης, -ες

  • (για ενέργεια, σκέψη κλπ) που χαρακτηρίζεται από βλακεία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    βλακώδης
  • αγγλικά : foolish (en)
  • γαλλικά : stupide (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=βλακώδης&oldid=7116202"
Τελευταία επεξεργασία στις 12 Μαΐου 2025, στις 20:53

Γλώσσες

    • Français
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 12 Μαΐου 2025, στις 20:53.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας