Ετυμολογία

επεξεργασία
bonaccia < δημώδης λατινική *bonacia < λατινική malacia < αρχαία ελληνική μαλακία (ελληνιστική: σημασία 'νηνεμία'). Η αντικατάσταση του mal- (ηχητική σύμπτωση με malus κακός) με bon- (bonus καλός)[1][2]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: μπονάτσα, μπονάτσια νέα ελληνικά: μπονάτσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /boˈnatt͡ʃa/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bonaccia (it)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Τζιλαλής, Χρήστος. "Εισαγωγή" - Ελληνική ετυμολογία / Greek etymology. Επιμ. Τζιτζιλής, Χρήστος. Παπαναστασίου, Γιώργος. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 2017. ISBN 978‑960‑231‑182‑0. 23 εργασίες (ελληνικά, αγγλικά), 1ο Διεθνές Συνέδριο για την ετυμολογία της ελληνικής γλώσσας, 2015.11.05-06., σελ. 34.