μπονάτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπονάτσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπονάτσα < βενετική bonazza ή ιταλική bonaccia < λατινική malacia με απώτατη αρχή την αρχαία ελληνική μαλακία → Δείτε την ετυμολογία της μεσαιωνικής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπονάτσα θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπονάτσα < (αντιδάνειο) (άμεσο δάνειο) βενετική bonazza ή (άμεσο δάνειο) ιταλική bonaccia[1] < δημώδης λατινική *bonacia < λατινική malacia < αρχαία ελληνική μαλακία (ελληνιστική: σημασία 'νηνεμία'). Η αντικατάσταση του mal- (ηχητική σύμπτωση με malus κακός) με bon- (bonus καλός)[2][3]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπονάτσα θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ μπονάτσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Τζιλαλής, Χρήστος. "Εισαγωγή" - Ελληνική ετυμολογία / Greek etymology. Επιμ. Τζιτζιλής, Χρήστος. Παπαναστασίου, Γιώργος. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 2017. ISBN 978‑960‑231‑182‑0. 23 εργασίες (ελληνικά, αγγλικά), 1ο Διεθνές Συνέδριο για την ετυμολογία της ελληνικής γλώσσας, 2015.11.05-06., σελ. 34.
Πηγές
επεξεργασία- μπονάτσα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].