ανυπαρξία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ανυπαρξία θηλυκό
- η κατάσταση της μη ύπαρξης
- έλλειψη, απουσία
- η ανυπαρξία επιχειρημάτων
- η ανυπαρξία χρημάτων
- (φιλοσοφία) το να μην υπάρχει υπόσταση
- ※ Στης ζωής το ξάφνισμα όταν έμπαινα,
(ω! η γαλήνη της ανυπαρξίας!)- Κωστής Παλαμάς, Από το Τραγούδι του Ήλιου, Οι Xαιρετισμοί της Ηλιογέννητης, στίχοι 29‑30 @greek-language.gr
- ※ Στης ζωής το ξάφνισμα όταν έμπαινα,
- έλλειψη, απουσία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ανυπαρξία
Επεξεργασία
- ↑ «ανυπαρξία» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.