Δείτε επίσης: ἀνυπαρξία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανυπαρξία οι ανυπαρξίες
      γενική της ανυπαρξίας των ανυπαρξιών
    αιτιατική την ανυπαρξία τις ανυπαρξίες
     κλητική ανυπαρξία ανυπαρξίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανυπαρξία < ελληνιστική κοινή ἀνυπαρξία[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε αν- (στερητικό α-) + ύπαρξη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανυπαρξία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία