Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρικυμία οι τρικυμίες
      γενική της τρικυμίας των τρικυμιών
    αιτιατική την τρικυμία τις τρικυμίες
     κλητική τρικυμία τρικυμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρικυμία < αρχαία ελληνική τρικυμία < τρι- + -κυμία < κῦμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾi.ciˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρι‐κυ‐μί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρικυμία θηλυκό

  1. μεγάλη θαλασσοταραχή
     συνώνυμα: φουρτούνα
    η τρικυμία δεν επέτρεψε στα πλοία να αποπλεύσουν
  2. (μεταφορικά) μεγάλη αναστάτωση και σύγχυση
    τα τελευταία γεγονότα προκάλεσαν τρικυμία στους κλάδους των εργαζομένων
    ※  Στην ζωή μου εσύ είσαι η μια,
    μόνο η μια, η μοναδική
    του μυαλού μου η τρικυμία, η ηρεμία
    και πάλι απ’ την αρχή.
    Απόσπασμα στίχων από το τραγούδι Η Μία, (2021) Γιώργος Κακοσαίος, στίχοι: Νίκος Σαρρής, σύνθεση: Γιώργος Κακοσαίος.
  3. (μεταφορικά) οι δυσκολίες, τα βάσανα
    αντιμετώπισε με θάρρος τις τρικυμίες της ζωής

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία