τρικυμισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρικυμισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τρικυμίζω < τρικυμία
Μετοχή
επεξεργασίατρικυμισμένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά, για θάλασσα, λίμνη κ.λπ.) που έχει τρικυμία
- (μεταφορικά, για άνθρωπο) εκνευρισμένος, έτοιμος για καβγά, συγχυσμένος