Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρικυμισμένος η τρικυμισμένη το τρικυμισμένο
      γενική του τρικυμισμένου της τρικυμισμένης του τρικυμισμένου
    αιτιατική τον τρικυμισμένο την τρικυμισμένη το τρικυμισμένο
     κλητική τρικυμισμένε τρικυμισμένη τρικυμισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρικυμισμένοι οι τρικυμισμένες τα τρικυμισμένα
      γενική των τρικυμισμένων των τρικυμισμένων των τρικυμισμένων
    αιτιατική τους τρικυμισμένους τις τρικυμισμένες τα τρικυμισμένα
     κλητική τρικυμισμένοι τρικυμισμένες τρικυμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρικυμισμένος < παθητική μετοχή του τρικυμίζω < τρικυμία

  Μετοχή επεξεργασία

τρικυμισμένος,η,ο

  1. (για θάλασσα, λίμνη κλπ) που έχει τρικυμία
  2. (για άνθρωπο) εκνευρισμένος, έτοιμος για καβγά, συγχυσμένος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία