φουρτουνιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φουρτουνιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φουρτουνιάζω
Μετοχή
επεξεργασίαφουρτουνιασμένος,η,ο
- τρικυμισμένη θάλασσα
- εκνευρισμένος άνθρωπος, έτοιμος για καβγά, συγχυσμένος