Ετυμολογία

επεξεργασία
φουρτουνιάζω < φουρτούν(α) + -ιάζω

φουρτουνιάζω

  1. συνήθως στο τρίτο πρόσωπο, για τη θάλασσα, όταν γίνεται τρικυμιώδης
    'Φουρτούνιασεν η θάλασσα και βουρκωθήκαν τα βουνά (ο "Αποχωρισμός" του Γ.Βιζυηνού)
  2. σπανίως ως ρήμα για ανθρώπους, οπότε σημαίνει εκνευρίζω κάποιον
    Μην τον φουρτουνιάζεις τώρα γιατί θέλω να του ζητήσω μια χάρη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία