↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρικυμιώδης η τρικυμιώδης το τρικυμιώδες
      γενική του τρικυμιώδους της τρικυμιώδους του τρικυμιώδους
    αιτιατική τον τρικυμιώδη την τρικυμιώδη το τρικυμιώδες
     κλητική τρικυμιώδη(ς) τρικυμιώδης τρικυμιώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρικυμιώδεις οι τρικυμιώδεις τα τρικυμιώδη
      γενική των τρικυμιωδών των τρικυμιωδών των τρικυμιωδών
    αιτιατική τους τρικυμιώδεις τις τρικυμιώδεις τα τρικυμιώδη
     κλητική τρικυμιώδεις τρικυμιώδεις τρικυμιώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρικυμιώδης < τρικυμία + -ώδης

  Επίθετο

επεξεργασία

τρικυμιώδης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία