Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φουρτούνα οι φουρτούνες
      γενική της φουρτούνας των (φουρτουνών)
    αιτιατική τη φουρτούνα τις φουρτούνες
     κλητική φουρτούνα φουρτούνες
Απαντά και η γενική πληθυντικού φουρτούνων
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουρτούνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φουρτούνα < φορτούνα < βενετική fortuna ή παλαιά ιταλική (τύχη, κακή τύχη, καταιγίδα)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φουρτούνα θηλυκό

  1. η τρικυμία, με ανέμους έντασης πάνω από 7-8 μπoφόρ
    Αν τα χταπόδια χώνονται στα λαγούμια τους και τα σκεπάζουν με βότσαλα, προμηνύεται φουρτούνα
  2. στενοχώρια, προβλήματα, αναστάτωση

Εκφράσεις επεξεργασία

  • μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες
  • ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται
  • καπετάν Φουρτούνας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία