λαγούμι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λαγούμι | τα | λαγούμια |
γενική | του | λαγουμιού | των | λαγουμιών |
αιτιατική | το | λαγούμι | τα | λαγούμια |
κλητική | λαγούμι | λαγούμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λαγούμι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική لغم (lağım) / لاغم (lağım) / لاغیم (lağım) (τουρκική lağım) < αραβική لغم (laḡam, ορυχείο, λαγούμι) < ελληνιστική κοινή λαχαίνω (σκάβω) [1] ή κατά μία άποψη < μεσαιωνική ελληνική λάκκωμαQ [2] < αρχαία ελληνική λαγχάνω (αντιδάνειο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /laˈɣu.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐γού‐μι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαγούμι ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λαγούμι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ لغم στο αγγλικό Βικιλεξικό
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.