λαγουμιτζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαγουμιτζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική lağımcı + -ιτζής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαγουμιτζής αρσενικό
- (επάγγελμα, παρωχημένο) ο κατασκευαστής λαγουμιών, υπόγειων σηράγγων ή στοών. Στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, έτσι ονομαζόταν αυτός που επιφορτιζόταν με το καθήκον να διανοίγει ορύγματα (λαγούμια) με μπαρούτι στις υπό πολιορκία θέσεις του εχθρού, συνήθως σε περιτειχισμένες πόλεις.
- Οι Τούρκοι φέρναν ένα λαγούμι εις τη ντάπια του Δυσσέα και προχώρεσε εις το κάστρο από-κάτου· κ' εμείς το ξεθυμάναμεν με πηγάδια βαθιά ολόγυρα. Ο μάστορης των Τούρκων ο λαγουμιτζής δεν ήξερε να το δέση καλά. Είχε βάλη μέσα μπαρούτι τρεις-χιλιάδες οκάδες. Έβαλε φωτιά και ταράχτη όλο το κάστρο. Το κακό το δέσιμον και το ξεθύμασμα το δικό-μας -κλώτζησε οπίσου και σκότωσε τόσους Τούρκους. Από 'μάς, θέλησε ο Θεός, δεν πειράχτη κανένας. (Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα)