Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολιορκία οι πολιορκίες
      γενική της πολιορκίας των πολιορκιών
    αιτιατική την πολιορκία τις πολιορκίες
     κλητική πολιορκία πολιορκίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολιορκία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολιορκία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.li.oɾˈci.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λι‐ορ‐κί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολιορκία θηλυκό

  1. ο αποκλεισμός μιας οχυρωμένης θέσης με στρατιωτικές δυνάμεις που παρεμποδίζουν την είσοδο τροφίμων, νερού και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης στη θέση αυτή, με σκοπό να αναγκάσουν τους κατοίκους της να παραδώσουν την κυριαρχία στους πολιορκητές
  2. (μεταφορικά) η ασφυκτική συγκέντρωση πλήθους γύρω από ένα σημείο
  3. (μεταφορικά) η ενόχληση που γίνεται με φορτικό τρόπο

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πολιορκώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πολιορκί αἱ πολιορκίαι
      γενική τῆς πολιορκίᾱς τῶν πολιορκιῶν
      δοτική τῇ πολιορκί ταῖς πολιορκίαις
    αιτιατική τὴν πολιορκίᾱν τὰς πολιορκίᾱς
     κλητική ! πολιορκί πολιορκίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολιορκί
γεν-δοτ τοῖν  πολιορκίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολιορκία < πολιορκέω / πολιορκ(ῶ) + -ία < πόλις + ἕρκος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολιορκία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία