saboteur
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
saboteur (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- saboteur < saboter
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
saboteur | saboteurs |
saboteur (fr) αρσενικό (θηλυκό saboteuse)
- ο / η σαμποτέρ, ο δολιοφθορέας