Ετυμολογία

επεξεργασία
σαμποτέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική saboteur αρσενικό [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sa.boˈteɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐μπο‐τέρ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σαμποτέρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία