Ουσιαστικό

επεξεργασία

sabotage (en)


sabotage (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
sabotage < saboter

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sa.bɔ.taʒ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sabotage sabotages

sabotage (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία