Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαμποτάρω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
σαμποτάρω
<
σαμποτάζ
Ρήμα
επεξεργασία
σαμποτάρω
κάνω
σαμποτάζ
,
υπονομεύω
(πχ μια προσπάθεια)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σαμποτάρω
αγγλικά
:
sabotage
(en)
γαλλικά
:
saboter
(fr)