Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαμποτάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σαμποτάρισμα
τα
σαμποταρίσμα
τ
α
γενική
του
σαμποταρίσμα
τ
ος
των
σαμποταρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
σαμποτάρισμα
τα
σαμποταρίσμα
τ
α
κλητική
σαμποτάρισμα
σαμποταρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σαμποτάρισμα
<
σαμποτάρω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σαμποτάρισμα
ουδέτερο
η ενέργεια του
σαμποτάρω
Συνώνυμα
επεξεργασία
υπονόμευση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σαμποτάρισμα
αγγλικά
:
sabotage
(en)
γαλλικά
:
sabotage
(fr)