υπονόμευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπονόμευση | οι | υπονομεύσεις |
γενική | της | υπονόμευσης* | των | υπονομεύσεων |
αιτιατική | την | υπονόμευση | τις | υπονομεύσεις |
κλητική | υπονόμευση | υπονομεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπονομεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπονόμευση < υπονομεύ(ω) + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπονόμευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του υπονομεύω